- ξηροκαλλιέργεια
- ησύστημα καλλιέργειας κατάλληλο για τα ξηρά, άνυδρα εδάφη, επειδή με αυτό η υγρασία από την εποχή τών βροχών διατηρείται και κατά την περίοδο τής ανομβρίας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξηροκαλλιέργεια — ξηροκαλλιέργεια, η και ξεροκαλλιέργεια, η τρόπος καλλιέργειας σε εδάφη που δεν έχουν νερό, υγρασία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξηρός — και ξερός, ή, ό, θηλ. και ξηρά (ΑΜ ξηρός, ά, όν, Α θηλ. και ξηρή) 1. αυτός που δεν περιέχει υγρασία, ο χωρίς νερό, στεγνός, άνυδρος (α. «ξερό ποτάμι» β. «χείμαρρους ξηροὺς ὕδατος», Αρρ.) 2. αυτός που έχει αποβάλει την ικμάδα του, τη ζωηρότητά του … Dictionary of Greek
Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… … Dictionary of Greek